- ύποπτος
- -η, -ο / ὕποπτος, -ον, ΝΜΑαυτός που γεννά υποψίες, που παρέχει υποψίες, που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη (α. «είναι ύποπτο άτομο» β. «ἐγὼ δ' ὕποπτος ἐχθρὸς ἦ παλαιγενής», Αισχύλ.)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο ύποπτος(νομ.) κάθε πρόσωπο για το οποίο υπάρχει η υποψία ότι ενέχεται σε εγκληματική πράξη ή παράλειψη ή ενδέχεται να αποπειραθεί πράξεις ή παραλείψεις αποτρεπτικές τής διωκτικής διαδικασίας, λ.χ. να διαφύγει στο εξωτερικό («η αστυνομία συνέλαβε τρεις υπόπτους»)αρχ.1. αυτός τον οποίο βλέπει κανείς με υποψία ή ζήλεια2. αυτός που υποπτεύεται ή φοβάται κάποιον ή κάτι («ὕποπτος ὢν δὴ Τρωϊκῆς ἀλώσεως», Ευρ.)3. (για άλογο) ὑποπτης*4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὕποπτονη υποψία5. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὕποπτατα ύποπτα μέρη.επίρρ...υπόπτως / ὑπόπτως ΝΜΑ, και ύποπτα Νμε ύποπτο τρόπο, με υποψίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ὀπτός (Ι) «ορατός»].
Dictionary of Greek. 2013.